- αμφιδαιω
- ἀμφιδαίωἀμφι-δαίωотовсюду воспламеняться Hes.
πτόλεμος τὸ ἄστυ ἀμφιδέδηε Hom. — пламя войны охватило город
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πτόλεμος τὸ ἄστυ ἀμφιδέδηε Hom. — пламя войны охватило город
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αμφιδαίω — ἀμφιδαίω (Α) [δαίω] 1. ανάβω, καίω ή φλέγομαι ολόγυρα 2. περιβάλλω, τυλίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + δαίω «ανάβω, φλέγω»] … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek